- νάσου
- νά̱σου , νῆσοςislandfem gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περικύμων — ον, Α (για νησί) αυτός που περιβάλλεται από κύματα («Σαλαμῑνος... νάσου περικύμονος οἰκήσας ἕδραν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κύμων (< κῦμα), πρβλ. αμφι κύμων] … Dictionary of Greek
πύλη — Η μεγάλη θύρα φρουρίου, ναού, ανακτόρου ή και των τειχών μιας οχυρωμένης πόλης. Στον πληθυντικό ο όρος σημαίνει μια στενή διάβαση ανάμεσα σε δύο βουνά ή ανάμεσα σε ένα βουνό και στη θάλασσα. Στην εκκλησιαστική ορολογία ωραία π., αγία π. ή… … Dictionary of Greek
Αθανασίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος (Μενδενίτσα Λοκρίδας 1795 – 1849). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δυοβουνιώτη. Διακρίθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στις μάχες της Αθήνας. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Αγκίστρι της Αίγινας. Πήρε μέρος σε… … Dictionary of Greek
Δετζώρτζη, Δέσποινα — (Αθήνα 1919 –). Λογοτέχνης και μεταφράστρια. Είναι πρώην σύζυγος του Νάσου Δετζώρτζη (βλ. λ.). Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (τμήμα ιστορίας και αρχαιολογίας). Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1953 με … Dictionary of Greek
Θάνος, Γεωργούλας — Αγωνιστής του 1821 από την Υπάτη. Πήρε μέρος στην πολιορκία και στην απελευθέρωση της ιδιαίτερης πατρίδας του. Διέθεσε όλη την περιουσία του στον Αγώνα και πολέμησε στην Αλαμάνα με τον Αθανάσιο Διάκο, στη Γραβιά με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και στη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek